- κινναμολογος
- κινναμολόγοςκιννᾰμο-λόγος
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κινναμολόγος — κινναμολόγος, ὁ (Α) 1. αυτός που μαζεύει κιννάμωμο* 2. το μυθικό ινδικό πτηνό κιννάμωμο*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κίνναμον + λόγος (< λόγος < λέγω)] … Dictionary of Greek
-λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που … Dictionary of Greek